Συντάκτης: Δανάη Λιάκου,

Σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία
Ο Δήμος Μούτσης γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1938 στον Πειραιά. Μεγάλωσε αρκετά φτωχά και δύσκολα σε μια οικογένεια χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ρίζες. Χάνει τον πατέρα του πολύ νωρίς και ουσιαστικά μεγαλώνει με την μητέρα του, η οποία ακούει την επιθυμία του για μουσική και στην ηλικία των 6-7 ετών τον γράφει στο δημοτικό ωδείο του Πειραιά. Καταπιάνεται αρχικά με το βιολί. Όπως ο ίδιος έχει πει: «Από τότε ξεκίνησα να υπάρχω και να ζω.». Συνεχίζει τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών. Μέχρι και τα 25 του χρόνια ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν. Όλος του ο κόσμος είναι αυτός ο γραφικός χώρος του ωδείου με τον κήπο ακούγοντας και παίζοντας συμφωνική κυρίως μουσική για ατέλειωτες ώρες, απολύτως απορροφημένος. Σ’ αυτό το φυτώριο νέων ταλέντων και την πηγή δημιουργικής ενέργειας, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η κλασική μουσική και η αρμονία ενώ τα άλλα είδη αποτελούν κάτι εντελώς άγνωστο στα αυτιά των προσηλωμένων με θρησκευτική ευλάβεια σπουδαστών του.

«..μα αλλιώς η μοίρα το βουλήθη, πρέπει να στρίψει σε μια κόχη...»

Η γνωριμία και η φιλία με το Γκάτσο του χαρίζει μια αγαστή συνεργασία αλλά πάνω απ’ όλα του σημαδεύει το μυαλό προσδίδοντάς του μια εσωτερική φόρτιση. Ο ίδιος έχει πει για εκείνον: «Ο Γκάτσος με έμαθε να σκέφτομαι και να μεγαλώσω την ικανότητά μου να αντιλαμβάνομαι. Με βοήθησε να καταλάβω το μέγεθος τωνπραγμάτων.». Έτσι, η πρώτη δισκογραφική του εμφάνιση είναι σε στίχους δικούς του και ηχογραφείται το 1968 ο δίσκος «Κάποιο καλοκαίρι». Τρία χρόνια αργότερα έφτασαν στα χέρια του οι εξαιρετικοί στίχοι του Μάνου Ελευθερίου. Έτσι, μέσα σ΄ ένα κλίμα ανελευθερίας με στόχο την πρόκληση μιας καλλιτεχνικής δυστοκίας, η οποία ευτυχώς δεν επετεύχθη, δημιουργείται ένας δίσκος-σταθμός με τίτλο «Άγιος Φεβρουάριος». Πρόκειται για την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, η οποία χαρακτηρίζεται από μια συνοχή και έναν άρρηκτο συμπληρωματικό δεσμό ανάμεσα στα κομμάτια. Είναι η ιστορική συγκυρία που σχετίζεται με την Σμύρνη ως μια κάποτε ευημερούσα και ακμάζουσα πόλη που δυστυχώς χάθηκε για πάντα. Ο Ελευθερίου είχε πει πως η λειτουργία του δίσκου είναι ο συμβολισμός μιας τραγωδίας αλλά και μιας αναγέννησης, στην οποία όλοι εναποθέτουμε τις ελπίδες. Τα κομμάτια είχαν ερμηνεύσει οι τότε νέας κοπής τραγουδιστές Δημήτρης Μητροπάνος και Πέτρη Σαλπέα.
«..ζητώντας κάτι που να μην γίνεται ουρλιαχτό και οφθαλμαπάτη..»

Με ιδιαίτερο θάρρος και τόλμη επιχείρησε διάφορους ενορχηστρωτικούς πειραματισμούς με εργαλείο τον διαφορετικό ήχο που έβγαινε από το νεοφερμένο όργανο, συνθεσάϊζερ στην «Τετραλογία». Σ’ αυτό το δίσκο μελοποιεί ποιήματα από μεγάλους ποιητές όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης και άλλοι εκπληρώνοντας σε μεγάλο βαθμό διάφορα απωθημένα στο επίπεδο του συγκερασμού των οργάνων στο άκουσμα μιας μελωδίας. Φειδωλός αλλά πάντα καίριος, με κάποιο διάλειμμα σιωπής τεσσάρων χρόνων, μέχρι και το 2007 εξέδωσε 21 δίσκους και συνεργάστηκε με σπουδαίους στιχουργούς όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας και άλλοι. Τραγούδια του μας έχουν μεταφέρει οι Μανώλης Μητσιάς, Δήμητρα Γαλάνη και άλλοι.
Η συνεργασία με τον αιχμηρό στιχουργό Κώστα Τριπολίτη με το «Φράγμα» αποτέλεσε το κρίσιμο σημείο της πλήρους μεταστροφής του στον ήχο, το ύφος και τη διάθεση και ταυτόχρονα σηματοδότησε και το τραγουδιστικό του ντεμπούτο. Σπουδαία καταγραφή αυτής της συνεργασίας είναι η ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου μαζί με τον ίδιο στο «Δε λες κουβέντα», όπου μας εκτινάσσει κυριολεκτικά στον αέρα.
Από τη στιγμή αυτή και έπειτα ο Μούτσης ξεκινάει να γράφει εντατικά και στίχους και ουσιαστικά νιώθει πιο ολοκληρωμένος, σαν τους παλιούς ρεμπέτες που έγραφαν, έπαιζαν και ερμήνευαν οι ίδιοι τα κομμάτια τους. Κόντρα στο συστημικό ρεύμα περνά μέσα από τα προκάτ παραπήγματα της ευκαιριακής μουσικής βιομηχανίας και φτιάχνει τραγούδια σαν αυτά στο «Ενέχυρο» που τολμούν να θέσουν το θέμα της χρεωκοπίας των ανθρώπινων σχέσεων και των ιδεών, προκαλώντας αμηχανία στους γύρω. Εντύπωση προκαλεί «ο ΑντώνηςΒ»,κομμάτι που αναφέρεται στο τραγικό τέλος που βρήκε κάποιος φίλος του αυτοπυρπολούμενος.
Από τη στιγμή αυτή και έπειτα ο Μούτσης ξεκινάει να γράφει εντατικά και στίχους και ουσιαστικά νιώθει πιο ολοκληρωμένος, σαν τους παλιούς ρεμπέτες που έγραφαν, έπαιζαν και ερμήνευαν οι ίδιοι τα κομμάτια τους. Κόντρα στο συστημικό ρεύμα περνά μέσα από τα προκάτ παραπήγματα της ευκαιριακής μουσικής βιομηχανίας και φτιάχνει τραγούδια σαν αυτά στο «Ενέχυρο» που τολμούν να θέσουν το θέμα της χρεωκοπίας των ανθρώπινων σχέσεων και των ιδεών, προκαλώντας αμηχανία στους γύρω. Εντύπωση προκαλεί «ο ΑντώνηςΒ»,κομμάτι που αναφέρεται στο τραγικό τέλος που βρήκε κάποιος φίλος του αυτοπυρπολούμενος.
Με δεινότητα συνθέτει λαϊκά κομμάτια αλλά και ιδιαίτερες μπαλάντες, όπου και στα δυο διατηρεί μια λιτότητα και ένα μέτρο χωρίς όμως ποτέ οι μελωδίες του να μοιάζουν μεταξύ τους. Δίνει ξεχωριστή θέση στο βιολί ενώ οι ενορχηστρώσεις του έχουν οπωσδήποτε την προσωπική του σφραγίδα. Επιδιώκει πάντα το έργο του να έχει λόγο ύπαρξης και να μην επαναλαμβάνεται. Δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, όντας διαρκώς εν κινήσει, με στόχο την κατάκτηση της πνευματικότητας και της ευρηματικότητας. Η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο μα όσες φορές η αγάπη του δοκίμασε να φύγει, κατέβαινε στη θάλασσα καράβι για να βρει. Πάντα όμως, γύριζε πίσω και τότε εκείνος με τη συνοδεία μιας φυσαρμόνικας που κλαίει, κοιτούσε την Ερηνούλα του και της έλεγε: «Αύριο πάλι θα ‘ρθω να σε βρω». Εκείνη όμως, κάποιο βράδυ του άφησε το χέρι και χάθηκε στο στένο. Τότε,μ’ ένα παράπονο πικρό πήρε την κιθάρα του να τραγουδήσει για αυτά τα χέρια που είναι μαχαίρια και του σκίζουν την καρδιά.
Συγκονιστικά επίκαιρος στο «Να!» μιλάει για τα οράματα που λείπουν, το φόβο και την βολή που μας ροκανίζουν τις στιγμές, αποτελώντας τροχοπέδη για την ίδια τη ζωή μας.Ύστερα, μας βάζει μέσα σε ένα όνειρό του, εκεί που οι ελπίδες και οι σκιές του βάδιζουν αμίλητα εμπρός του. Διατηρεί αναλλοίωτη μια φρεσκάδα σε όλα του τα κομμάτια, η οποία όμως βαδίζει χέρι- χέρι με την ωριμότητα. Είναι πρωτότυπος χωρίς όμως επιτηδευμένες προσπάθειες να προκαλέσει. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει για εκείνον: «Λίγο να κάτσει στο πιάνο δίπλα σου και σου αποκαλύπτει μια μεθυστική μελωδία, που σου ομορφαίνει, τουλάχιστον γι΄αυτή την ώρα, τη ζωή.» Λειτουργεί με το ένστικτο και την έμπνευση, όπως αυτή του συμβαίνει σε ανύποπτο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αναλώνεται σε ανούσια και εύκολα δισκογραφικά εγχειρήματα.
Μια παράξενα
γοητευτική προσωπικότητα ....
Με έναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα επέλεξε να μείνει φανερά έξω από το κύκλωμα υψώνοντας φωνή μόνο, όταν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Αγαπάει πολύ το διάβασμα και τη ζωγραφική. Ζει λίγο πιο έξω από την Αθήνα μαζί με τη συζυγό του, προτιμώντας την ησυχία. Πρόκειται για έναν περήφανο άνθρωπο με αληθινά ξεσπάσματα ψυχής που καταγράφονται εδώ και πολλά χρόνια στα τεφτέρια της καλλιτεχνικής ζωής αυτού του τόπου. Με τραγούδια που συνοδεύουν κάθε προηγούμενη και κάθε επόμενη γενιά σαν φωτεινός σηματοδότης του προσωπικού μας δρόμου, μας ανεβάζει ένα βήμα πιο κοντά στον βουνό της ζωής.
Ο Δήμος Μούτσης μέσα από τα μεταλλικά συνθήματα των μικροφώνων κατορθώνει να αποτυπώσει το δικό του σύνθημα. Επιδιώκει να μεταφέρει το φύσημα του καθαρού αέρα, όπως αυτό ξεπηδά από τα πνευμόνια μιας κοινωνίας μονίμως ζαλισμένης από τον καπνό της πυρπολημένης συνείδησης. Είναι το δύσκολο σαν μια αφορμή για ουσιαστική σκέψη και αληθινό αγώνα. Μας δείχνει πως μόνο μέσα από μια άνιση και ανώμαλη διαδρομή, είμαστε σε θέση να προσέξουμε το λουλούδι που συναντάμε στο δρόμο μας και να ξέρουμε ότι μπορούμε να το μυρίσουμε, χωρίς να χρειαστεί να το κόψουμε. Γιατί κανείς δεν ξέρει αν θα συναντήσουμε άλλο στο μονοπάτι που τραβήξαμε …