Αναζήτηση

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

TΑ ΛΥΚΟΠΟΥΛΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

"Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι οι δηλώσεις του συντονιστή της θεματικής Επιτροπής Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Μάκη Λυκόπουλου, ο οποίος όχι μονάχα δεν υποστήριξε τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Β. Διαμαντόπουλο, στη λυσσαλέα επίθεση από τρεις ιεράρχες, ανάμεσά τους και ο γνωστός για τις χρυσαυγίτικες απόψεις του μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ανθιμος, αλλά συντάχθηκε με το μέρος τους. Και καλά ο Αρχιεπίσκοπος και ο Σιατίστης – έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία. Αλλά ο υπεύθυνος επί θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ δεν γνωρίζει πως υπάρχουν τρεις μητροπολίτες που ευλογούν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής; Αλλά και o Π. Σκουρλέτης, που είναι συνετός, πού μπόρεσε να βρει «θέμα» για να δηλώσει «το θέμα τελειώνει εδώ». Ποιο θέμα; Ενα λαϊκό θεατρικό δρώμενο, που ενδεχομένως να είναι πολύ παλιό, αν κρίνουμε από την ημερομηνία που γίνεται, δηλαδή στην αρχή του χρόνου, παραπέμπει στα Σατουρνάλια. Και αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ προδίδει τι συμβιβασμούς μπορεί να κάνει στο μέλλον. Εξ όνυχος τον λέοντα. Ισως τα χειρότερα έπονται;"









Του Περικλή Κοροβέση

Οταν μια θρησκεία γίνεται κρατική ιδεολογία χάνει τον μυστηριακό και απελευθερωτικό της χαρακτήρα και γίνεται θεσμός και όργανο του κράτους. Οπως η Αστυνομία, ο Στρατός κ.λπ. Γι’ αυτό και βλέπουμε τους υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία κληρικούς να μην έχουν κανένα πρόβλημα να φωτογραφηθούν καμαρωτά στα πλούσια άμφιά τους με τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες. Η κρατική Εκκλησία είναι πάντοτε στο πλευρό του δημίου -υπάλληλος του κράτους είναι και αυτός- και ποτέ στο πλευρό του θύματoς, που είναι μια κάπoια παραλλαγή του Σατανά και ως εκ τούτου η τιμωρία του είναι δίκαιη. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τη θεολογία της Απελευθέρωσης ή του Κοινωνικού Χριστιανισμού, που υπηρετεί τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του. Η θεολογία της Απελευθέρωσης μάς είναι κυρίως γνωστή από τη Λατινική Αμερική.

Αντίστοιχα χριστιανικά κινήματα με κοινωνικό χαρακτήρα συναντούμε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο άσχετα από Ομολογία. Το αντίστοιχο κίνημα που προσπάθησε να δημιουργήσει ο αείμνηστος Ψαρουδάκης στην Ελλάδα, αν και ακόμα ζωντανό, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί όπως θα του άξιζε. Παράλληλα, έχουμε μέσα στον ίδιο τον κλήρο, αλλά και σε θεολόγους, μια βαθιά αναζήτηση για το νόημα του χριστιανισμού, που δεν έχει καμία σχέση με το κρατικό μόρφωμά του. Κυρίως εκφράζονται από το θαυμάσιο περιοδικό «Σύναξη», που δεν φαίνεται να έχει μεγάλη κυκλοφορία, σε μια χώρα όπου το 97% είναι ορθόδοξοι, αλλά προτιμούν τα τούρκικα σίριαλ.

Αφορμή για αυτό το σημείωμα είναι οι δηλώσεις του συντονιστή της θεματικής Επιτροπής Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Μάκη Λυκόπουλου, ο οποίος όχι μονάχα δεν υποστήριξε τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Β. Διαμαντόπουλο, στη λυσσαλέα επίθεση από τρεις ιεράρχες, ανάμεσά τους και ο γνωστός για τις χρυσαυγίτικες απόψεις του μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ανθιμος, αλλά συντάχθηκε με το μέρος τους. Και καλά ο Αρχιεπίσκοπος και ο Σιατίστης – έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία. Αλλά ο υπεύθυνος επί θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ δεν γνωρίζει πως υπάρχουν τρεις μητροπολίτες που ευλογούν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής; Αλλά και o Π. Σκουρλέτης, που είναι συνετός, πού μπόρεσε να βρει «θέμα» για να δηλώσει «το θέμα τελειώνει εδώ». Ποιο θέμα; Ενα λαϊκό θεατρικό δρώμενο, που ενδεχομένως να είναι πολύ παλιό, αν κρίνουμε από την ημερομηνία που γίνεται, δηλαδή στην αρχή του χρόνου, παραπέμπει στα Σατουρνάλια. Και αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ προδίδει τι συμβιβασμούς μπορεί να κάνει στο μέλλον. Εξ όνυχος τον λέοντα. Ισως τα χειρότερα έπονται;

Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με τη Ρωμαιοκαθολική, έxει δείξει τέτοιο σκοταδισμό στα λαϊκά δρώμενα που συγκρίνεται μόνο με τους φονταμενταλιστές του ακραίου Ισλάμ. Δεν ήταν ο χουντικός μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης που κατάργησε το καρναβάλι του Αμυνταίου και δεν ήταν ο ίδιος που δημιούργησε τα δικά του χριστιανικά τάγματα εφόδου; Και εδώ οι συγκρίσεις δεν είναι κολακευτικές. Η Αγία Εδρα, με τον Πάπα Παύλο τον Γ’ (1534-1549), αναβίωσε τα παλιά Σατουρνάλια της Ρώμης (στην ουσία τα νομιμοποίησε, γιατί ουδέποτε έπαψαν) και τα ανέδειξε σε μεγάλη ευρωπαϊκή γιορτή, που παράλληλα έφερνε και πλούτο στη Ρώμη από τους ξένους επισκέπτες. Τη σκυτάλη σήμερα την έχει πάρει η Βενετία, πάντα υπό τις ευλογίες του Πάπα. Για το Ρίο ντε Ζανέιρο καλύτερα να μη μιλήσουμε. Και αυτό σε καθολική χώρα είναι.

Από όσες μαρτυρίες έχουμε, γιορτές και μεταμφιέσεις, χορούς και τραγούδια, τελετές, μυητικές ή θρησκευτικές, τελετουργίες, λειτανίες, παρελάσεις κ.λπ. συναντάμε σε όλους τους αρχαίους λαούς. Σε Βαβυλώνιους, Αιγύπτιους, Ελληνες, Ρωμαίους, που πιθανότατα μας έδωσαν και το όνομα Καρναβάλι (Carnavale, ίσως από το λατινικό Carne Levamen: άρσις κρέατος, δηλαδή απόκρεως, αποκριά). Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 τα λαϊκά δρώμενα, γιορτές, καρναβάλια κ.λπ., έγιναν το αγαπημένο αντικείμενο ερευνητών, ιστορικών, κοινωνιολόγων, εθνολόγων και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Τρανταχτά ονόματα όπως Ντιμεζίλ, Ελιάντ, Καγιουά, Χιούμπερτ, Μος και πολλοί άλλοι μελέτησαν αυτό το φαινόμενο. Νωρίτερα το είχε μελετήσει ο Φρόιντ στο «Τοτέμ και Ταμπού», ήδη από το 1913, για να αποσαφηνίσει τη σημασία του. Και την άποψή του συμμερίστηκαν και όλοι οι μεταγενέστεροι. «Μια γιορτή (το καρναβάλι είναι γιορτή) είναι μια επιτρεπτή υπέρβαση, που καταργεί κάθε απαγόρευση με απόλυτο τρόπο: είναι μια αταξία που καταργεί κάθε τάξη, ανατρέπει όλους τους κοινωνικούς φραγμούς, μέσα από μια ισχυρή αδελφοσύνη που αντιστέκεται σε μια κοινωνική τάξη που κατατάσσει τους ανθρώπους και τους χωρίζει». Θα πρόσθετα εγώ πως είναι μια πλήρης ανατροπή της υπάρχουσας τάξης για να βρει η ανθρωπότητα τις απαρχές της με τη μορφή του θεατρικού δρώμενου.

Μην τυχόν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Εκκλησία πρέπει να αρχίσουν να διαβάζουν κανένα τέτοιο βιβλίο; Βιβλιογραφία διατίθεται δωρεάν.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Το κρητικό δίστιχο

Tου καθηγητή Φιλοσοφίας Δημητρίου Χατζόπουλου


Οι λέξεις «δίστιχο» και «μαντινάδα» δεν είναι συνώνυμες, δηλαδή δεν έχουν ούτε το ίδιο βάθος ούτε το ίδιο πλάτος, όπως μάθαμε εμείς οι παλιοί στο μάθημα της Λογικής στο Γυμνάσιο. Το πλάτος της λέξης «μαντινάδα» είναι στενότερο εκείνου της λέξης «δίστιχο». Με άλλα λόγια, όλες οι μαντινάδες είναι δίστιχα, αλλά μερικά μόνο δίστιχα είναι μαντινάδες.
ερωτοκριτος
Ο πρόεδρος του συλλόγου «Όμιλος Βρακοφόρων» κ. Στέλιος Κιαγιαδάκης, μετά τα κάλαντα που ψέλνουν μέλη του συλλόγου, την Πρωτοχρονιά π.χ., στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον πρωθυπουργό, στους αρχηγούς των κομμάτων εν ενεργεία ή εν συντάξει, απαγγέλει στον εκάστοτε άρχοντα ένα δίστιχο στη νεοελληνική κοινή και το ονομάζει «μαντινάδα». Εδώ κάνει κακή χρήση αυτής της λέξης. Οι λέξεις «δίστιχο» και «μαντινάδα» δεν είναι συνώνυμες, δηλαδή δεν έχουν ούτε το ίδιο βάθος ούτε το ίδιο πλάτος, όπως μάθαμε εμείς οι παλιοί στο μάθημα της Λογικής στο Γυμνάσιο. Το πλάτος της λέξης «μαντινάδα» είναι στενότερο εκείνου της λέξης «δίστιχο». Με άλλα λόγια, όλες οι μαντινάδες είναι δίστιχα, αλλά μερικά μόνο δίστιχα είναι μαντινάδες.
Και γιατί έχουν έτσι τα πράγματα; Διότι η μαντινάδα είναι κρητικό δίστιχο, όπως μας λένε οι καθηγητές Νίκος Παπαδογιαννάκης, Θεοχάρης Δετοράκης, Μιχάλης Τρούλης, Νίκος Γιγουρτάκης, Μιχάλης Πατεράκης και πολλοί άλλοι. Η μαντινάδα δεν είναι ούτε ποντιακό δίστχο, ούτε κυπριακό, ούτε ηπειρώτικο, ούτε κυκλαδίτικο κλπ., είναι κρητικό δίστιχο. Και είναι κρητικό δίστιχο επειδή είναι στην κρητική διάλεκτο. Και είναι στην κρητική διάλεκτο, επειδή χρησιμοποιεί λέξεις, φράσεις και εκφράσεις κρητικές και, ει δυνατόν, σύνταξη κρητική.
Τώρα, γιατί τα γράφω αυτά; Και τι με νοιάζει εμένα αν ο κ. Κιαγιαγάκης κάνει κακή χρήση της λέξης «μαντινάδα»; Με νοιάζει επειδή αγαπώ την κρητική διάλεκτο και με την κακή χρήση έστω και μιας μόνο λέξης, συμβάλλει στον χαμό της κρητικής λαλιάς από τα αστικά κέντρα της Κρήτης. Πολλοί Κρήτες αστοί και Κρησηίδες αστές θεωρούν ότι τα κρητικά ελληνικά είναι χωριάτικα ελληνικά, επαρχιώτικα ελληνικά, και δεν επιτρέπεται τα παιδιά τους να ομιλούν χωριάτικα. Δεν γνωρίζω αν τους απαγορεύουν να τραγουδούν τον «Ερωτόκριτο» ή ριζίτικα τραγούδια. Στη βάση της στάσης αυτής ειναι συμπλέγματα ακραίου επαρχιωτισμού, από τα οποία διακατέχονται οι άνθρωποι αυτοί. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι αν το μεγάλο νησί, στο οποίο ζούμε, περιελαμβάνετο στα όρια του ελευθέρου ελληνικού κράτους το 1830 και όχι οκτώ δεκαετίες αργότερα, πιθανότατα τώρα όλοι στην πατρίδα μας να ομιλούσαμε τα κρητικά ελληνικά. Κανένα διαμέρισμα της Ελλάδος δεν είχε τόσο συγκροτημένη τη γλώσσα την ελληνική, όσο η Κρήτη. Φυσικά, αν έτσι ήθελε συμβεί, τα ελληνικά που ομιλούμε τώρα θα ήταν γι’ αυτούς χωριάτικα ή επαρχιώτικα.
Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε μία κοινωνιολογική μελέτη για τη στάση των αστών της Κρήτης προς την κρητική διάλεκτο. Υπάρχουν τρία τουλάχιστον τμήματα Σχολών του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, τα οποία θα μπορούσαν να κάνουν μια τέτοια μελέτη. Είναι επίσης απαράδεκτο που τα κρητικά ελληνικά δεν διδάσκονται πουθενά στη Μεγαλόνησο. Και όχι μόνο δεν υπάρχει ίδρυμα ή σχολή όπου να διδάσκεται η κρητική διάλεκτος αλλά σε γυμνάσια και λύκεια ορισμένες καθηγήτριες απαγορεύουν να ομιλούνται μέσα στην τάξη τα κρητικά ελληνικά. Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι δεν υπάρχει κανένα βιβλίο που να βοηθά στη μάθηση της κρητικής διαλέκτου, μια μέθοδος εκμάθησης των κρητικών ελληνικών. Επίσης δεν υπάρχει ούτε συστηματική ολοκληρωμένη γραμματική ούτε συστηματικό συντακτικό ούτε και Παγκρήτιο Λεξικό της Κρητικής Διαλέκτου. Υπάρχουν πολλές μελέτες και πολλά λεξικά περιορισμένης εμβέλειας. Αλλά αυτές οι μελέτες για τη γραμματική και το συντακτικό δεν βοηθούν τους αρχαρίους. Όσο για τα λεξικά, πρέπει να τα αγοράσει κανείς όλα για να μπορέσει να βρει μια λέξη. Δεν είναι κακό αυτό, είναι χρονοβόρο.
Στην απώλεια της κρητικής λαλιάς στη Μεγαλόνησο συμβάλλουν τα μέγιστα και οι περισσότεροι νέοι λυράρηδες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη νεοελληνική κοινή στα δίστιχά τους και τα θεωρούν μαντινάδες. Το ίδιο και όλοι οι παρουσιαστές δημοφιλών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών μουσικών κρητικών εκπομπών του Ηρακείου και των Χανίων. Δεν έχω άμεση αντίληψη του τι συμβαίνει στο Λασίθι. Εδώ στο Ρέθυμνο, εκτός των ραδιοφωνικών εκπομπών κρητικής μουσικής, όπου υπάρχει σύγχυση στη χρήση της λέξης «μαντινάδα», διαβάζω σε τοπικές εφημερίδες στιχάκια που οι δημιουργοί τους τα ονομάζουν «μαντινάδες» και είναι αυτοί και μέλη του συλλόγου «Μιχάλης Καυκαλάς» και απ’ ό,τι γνωρίζω κατέχουν την κρητική διάλεκτο. Δεν τους εμποδίζει κανείς να γράφουν στιχάκια, ας γράφουν όσα θέλουν, εύκολο πράγμα είναι, αλλά να μη μας λένε ότι γράφουν μαντινάδες. Για να γράφει κανείς δίστιχα που θα είναι μαντινάδες, και μάλιστα καλές, για να αγγίξουν τις ψυχές των Κρητών, δεν πρέπει να είναι απλώς στιχουργός ή στιχοπλόκος, αλλά και ποιητής, όπως είναι ο Αριστείδης Χαιρέτης, ο και «Γιαλάφτης» επονομαζόμενος, στη μαντινάδα του:
Οψάργας μες στον ύπνο μου ήμουν σε ξένους τόπους.
Ε, τα παντέρμα όνειρα πώς ξεγελούν τσ’ αθρώπους.
Ή ο Μήτσος ο Σταυρακάκης στη μαντινάδα του:
Άχι και νάταν μπορετό πριν πέσω και ποθάνω
τα όσα βάνει ο μαύρος νους σκιάς τα μισά να κάνω.
Οι γλωσσολόγοι μελετητές της κρητικής λαλιάς, όπως ο Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, αναφέρουν πολλούς λόγους για την ταχεία απώλεια της διαλέκτου στα αστικα κέντρα της Κρήτης και πρέπει οι λόγοι αυτοί να καταπολεμηθούν, να περιοριστούν και, όπου είναι δυνατόν, να εξουδετερωθούν. Γι’ αυτό είναι γλωσσικώς και κρητικώς ορθό να γίνεται η διάκριση μεταξύ των λέξεων «μαντινάδα» και «δίστιχο», όταν δίδεται η ευκαιρία. Αν το δίστιχο που απευθύνει στους άρχοντες ο κ. Κιαγιαδάκης είναι στην κρητική λαλιά, να το ονομάζει «μαντινάδα», αν όμως είναι στη νεοελληνική κοινή να το λέει «στιχάκι» (αν είναι στην ποντιακή λαλιά να το λέει «κρωμέτκα τραγωδίας», αν είναι στα κυπριακά ελληνικά να το λέει «τσιάττισμα» κι αν είναι στο ηπειρώτικο ιδίωμα να το λέει «στιχοπλάκι»). Εγώ θα ήθελα να τους λέει μόνο κρητικά δίστιχα. Έτσι θα βοηθά στη διατήρηση των κρητικών ελληνικών.
Θα φέρω ένα παράδειγμα της διάκρισης αυτής για να γίνω σαφέστερος. Όλοι μας σχεδόν γνωρίζουμε το δίστιχο του Αθανασίου Διάκου:
Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ’ η γη χορτάρι.
Το δίστιχο αυτό ο κ. Κιαγιαδάκης θα το ονόμαζε «μαντινάδα», αλλά δεν είναι. Όπως προανέφερα η μαντινάδα είναι δίστιχο αμέσως αναγνωρίσιμο ως κρητικό. Η αυστριακή συγγραφεύς Marie Esperance von Schwartz (Ελπίς Μέλαινα, 1818-1899) κατέγραψε στα Χανιά και διέσωσε απόδοση του ανωτέρω διστίχου στην κρητική διάλεκτο:
Για δε ήντα ώρα γύρευσε ο Χάρων να μ’ επάρη
τώρα που πρασινίζει η γη και βγαίνει το χορτάρι.
(Κρητική Μέλισσα, Εν Αθήναις 1873, σελ. 41)
Η καταγραφή αυτή προφανώς δεν είναι ακριβής, αλλά «νοθευμένη» από τις γλωσσικές συνήθειες της εποχής και την την κυριαρχία της καθαρεύουσας. Η Μέλαινα δεν εγνώριζε καλά την κρητική λαλιά, π.χ. «ο Χάρος» γίνεται «ο Χάρων», η λέξη «εδά» γίνεται «τώρα», «η γης» γίνεται «η γη». Παρ’ όλα αυτά, το δίστιχο αναγνωρίζεται αμέσως ως κρητικό, είναι δηλαδή μαντινάδα. Τη διάκριση αυτή πραγματεύομαι στο κείμενό μου «Το δίστιχο», που δημοσιεύτηκε προ καιρού στην Κρητική Επιθεώρηση.
Επειδή η γλώσσα που ομιλούμε αποτυπώνει και καθορίζει την ιδιοσυστασία μας, τη διαφορετικότητά μας και τον τρόπο που βλέπουμε και νιώθουμε τον κόσμο, αν η κρητική διάλεκτος χαθεί, θα χαθεί τελικώς και η ιδιομορφία και το ιδιότυπο του Κρητικού. Η κρητική διάλεκτος, τα κρητικά ελληνικά, έχουν εσωτερική αναγκαία σχέση με την κρητική μουσική. Αλλά η κρητική μουσική, χωρίς την κρητική λαλιά, με άλλη νεοελληνική διάλεκτο ή ιδίωμα, δεν αποτελεί κρητική παράδοση.

Δημήτριος Ιωάννου Χατζόπουλος
Μη-ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης